- βεβαιώσω
- βεβαιόωconfirmaor subj act 1st sgβεβαιόωconfirmfut ind act 1st sgβεβαιόωconfirmaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφύω — ΝΜΑ [φύω] (συν. το μέσ.) προσφύομαι α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.) β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει 2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω… … Dictionary of Greek